τρυγόνι

τρυγόνι
(streptopelia turtur). Περιστερόμορφο πτηνό της οικογένειας των περιστεριδών, μήκους περίπου 30 εκ. και ανοίγματος πτερύγων περίπου 50 εκ. Τρώει σπόρους, βλαστούς και μικρά ασπόνδυλα και ζει στις νοτιοκεντρικές περιοχές της Ευρώπης και στη δυτική Ασία. Φωλιάζει σε πυκνούς θάμνους και γεννά δύο αβγά που επωάζουν εναλλακτικά το θηλυκό και το αρσενικό. Κάποτε γεννά και δύο φορές τον ίδιο χρόνο. Το φθινόπωρο μεταναστεύει σε νοτιότερες περιοχές. Προσαρμόζεται εύκολα στην αιχμαλωσία και το κυνηγούν πολύ εξαιτίας του εύγευστου κρέατος του. Άλλα είδη είναι το ανατολικό (streptopelia orientalis), που ζει κυρίως στην Ασία, και το oena capensis, που ζει σε περιοχές της Αφρικής. Τρυγόνι. Το είδος streptopelia orientalis, που ζει στην Ασία και έρχεται σπάνια και στην Ευρώπη.
* * *
το / τρυγόνιον, ΝΜΑ [τρυγών, -όνος]
νεοελλ.
1. κοινή ονομασία τού περιστερόμορφου πτηνού Streptopelia turtur, μέτριου μεγέθους, με μακριές οξύληκτες φτερούγες και μικρό κεφάλι που απολήγει σε λεπτό ράμφος
2. μτφ. (για πρόσ.) βραδύνους
1| αρχ.-μσν. υποκορ. τού τρυγών
αρχ.
1. θωπευτική ονομασία κοριτσιού
2. είδος φυτού, περιστερεών*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τρυγόνι, το — τρυγόνι, το, 1 . άγριο πουλί που μοιάζει με περιστέρι. 2. μτφ., άνθρωπος αργόστροφος στο μυαλό, όχι έξυπνος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Τρυγόνι — Τρυγών turtle dove masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυγόνι — τρῡγόνι , τρυγών turtle dove fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερωτοτρυγόνι — ἐρωτοτρυγόνι, τὸ (Μ) το ερωτευμένο τρυγόνι, το τρυγόνι το πιστό στον έρωτα …   Dictionary of Greek

  • τρυγονάκι — το, Ν [τρυγόνι] 1. υποκορ. τού τρυγόνι 2. φρ. «ζουν σαν τρυγονάκια» (μτφ. για νεαρό ζευγάρι) ζουν ευτυχισμένα …   Dictionary of Greek

  • τρυγόνα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ.) του νομού Καρδίτσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δραδότρυπας. * * * η / τρυγών, όνος, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τρυγών Ν 1. το πτηνό τρυγόνι 2. κοινή σήμερα ονομασία τών ευρέως διαδεδομένων σελάχιων χονδροϊχθύων τού… …   Dictionary of Greek

  • τουρτούρα — η, Ν ζωολ. άλλη κοινή ονομασία τού πουλιού τρυγόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. τουρτουρίζω] …   Dictionary of Greek

  • τριζόνι — Bλ. λ. γρύλλος. * * * το, Ν ζωολ. (κν. ονομ.) το έντομο γρύλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίζω + κατάλ. όνι, κατά τα ον. τρυγόνι, αηδόνι κ.ά.] …   Dictionary of Greek

  • τρύζω — ΝΜΑ, και σπάν. τ. στρύζω Α εκβάλλω σιγανό και γογγυστικό ήχο, όπως το τρυγόνι, το χελιδόνι και άλλα πουλιά νεοελλ. (για τζιτζίκια) εκβάλλω οξύ ήχο, τερετίζω αρχ. 1. (για υγρά) βγαίνω από την κοιλιά με τρυγμό («τὸ οῡρον τρύζει», Ιπποκρ.) 2. (για… …   Dictionary of Greek

  • φοινικοπερίστερο — το, Ν ζωολ. κοινή ονομασία τού αγριοπερίστερου Streptopelia senegalensis, πολύ συγγενικού με το τρυγόνι και με τη δεκοχτούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοίνικας (Ι) + περιστέρι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”